Επιλέξτε τον player
Νέα
06 Ιούλιος 2011
Την παραπάνω φράση την ακούω όλο και πιο συχνά τον τελευταίο καιρό από νέους που μια ή δύο φορές την εβδομάδα ήταν σταθεροί πελάτες στα μπουζούκια, και τώρα ψάχνουν άλλες εναλλακτικές μορφές διασκέδασης.
Από μια άποψη τους δικαιολογώ απόλυτα, διότι οι επιχειρηματίες Θεσσαλονίκης, Αθηνών, και περιχώρων έχουν μπερδέψει πολύ τα πράγματα, τόσο που ούτε και οι ίδιοι δεν ξέρουν τι προϊόν πουλάνε. Όταν μιλάμε για μπουζούκια εννοούμε τα κέντρα διασκέδασης, όπου ο Έλληνας ξεχνά τα ντέρτια, τους καημούς και απολαμβάνει τις χαρές.
Με τόσα που πέρασε κατά καιρούς ο Ελληνικός λαός (πολέμους – πείνα) αναγκάστηκε και έκανε διαχρονικά τον πόνο και την καλοπέραση διασκέδαση, μέσα από τα μπουζουκάδικα. Και μόνο που άκουγε την πενιά από το μπουζούκι άνοιγε η καρδιά του, άλλαζε η ψυχολογία του, και έπαιρνε κουράγιο με τα τραγούδια που είχαν ρυθμό και στίχο και άγγιζαν τον καθένα. Τα μπουζούκια ήταν και είναι η κουλτούρα της Ελλάδος, είτε μέσα στην χώρα, είτε στην ξενιτιά όπου ζει ο Έλληνας.
Τραγουδιστές κα τραγουδίστριες στα μπουζούκια επέλεγαν το ρεπερτόριο με το οποίο ο κόσμος γλεντούσε χωρίς να υπάρχει ωράριο, μέχρι τελικής πτώσεως, αφήνοντας πολλά λεφτά, επτά ημέρες την εβδομάδα. Δεν είναι τυχαίο πως σε όλα τα λιμάνια του κόσμου υπήρχαν και υπάρχουν ακόμα μπουζουκάδικα, μεταξύ αυτών το "Santos" (Βραζιλία), το "Κάγιο Ντε Όρο" στην Παραγουάη , το "Πατσάς" στην Νέα Ορλεάνη, το "Ακρόπολις" στο Μπουένος Άιρες (Αργεντινή), ο "Τάκης ο Θεσσαλονικιός και ο Ζορμπάς" από το πρωί μέχρι τις 2 η ώρα το μεσημέρι. Τα μαγαζιά αυτά οι Έλληνες ναυτικοί στην κυριολεξία τα είχαν γκρεμίσει.
Και μετά από τέτοια λαϊκά γλέντια, τραβούσαν γραμμή προς τον προορισμό τους, το βαπόρι, για να πιάσουν δουλειά. Μάλιστα οι ναυτικοί μας τα μπουζουκάδικα αυτά τα ονόμαζαν "λάσπη" από την άσπρη λάσπη που δημιουργούνταν από τα σπασμένα πιάτα και τα χυμένα ποτά. Τα μπουζούκια αυτά "της λάσπης" όμως ενίσχυε σε τεράστιο βαθμό και η τοπική κοινωνία.
Στην χώρα μας στα μπουζουκομάγαζα πάνω από 250.000 άτομα εργάζονται και άλλοι τόσοι από παρεμφερή επαγγέλματα επιβιώνουν από την νυχτερινή διασκέδαση. Δηλαδή είναι μια βιομηχανία που δίνει πολλές ευκαιρίες σε πολλούς, και σε πολλά. Ενώ λοιπόν τα μπουζούκια προσφέρουν μια εντελώς διαφορετική διασκέδαση από κάθε άλλο είδος, όπως club – Ελληνάδικα – μπαρ- συναυλίες, με καθαρά λαϊκά άσματα και μουσική με ζωντανά όργανα , εντούτοις το πράγμα έχει ξεφύγει τα τελευταία χρόνια τελείως από τα χέρια των επιχειρηματιών και εξηγούμαι :
Πριν χρόνια βλέπαμε σχήματα με 3-4 μεγάλου βεληνεκούς καλλιτέχνες, οι οποίοι πήγαιναν στην δουλειά τους κάθε μέρα πολύ διαβασμένοι, το ίδιο και οι μαέστροι, αλλά και οι επιχειρηματίες. Οι καλλιτέχνες των σχημάτων σημείωναν σε ένα τεφτέρι που είχαν μαζί τους όλα τα τραγούδια του ρεπερτορίου τους από το πρώτο και δεύτερο πρόγραμμα. Όταν κάποιο τραγούδι που ερμήνευαν δεν άρεσε στον κόσμο, αμέσως το έσβηναν από την λίστα και το συμπλήρωναν με κάποιο άλλο. Ταυτόχρονα ενημερωνόταν ο μαέστρος αλλά και ο επιχειρηματίας .
Μ΄ αυτήν την λογική σφυγμομετρούσαν τόσο την ανταπόδοση του κοινού, όσο και το ποια τραγούδια θα γινόντουσαν επιτυχίες, όπως μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται το τραγούδι "Μολυβιά" με το Μ. Αγγελόπουλο, το "Βρέχει φωτιά στην στράτα μου" με τον Στράτο Διονυσίου, το "Αγριολούλουδο" με τον Σ. Καζαντζίδη, το "Δεν καταλαβαίνω τίποτα" και το "Τα παιδιά, τα παιδιά" του Γ. Κοινούση, το "Εκείνη" με τον Τόλη Βοσκόπουλο, το "Άγαλμα" με τον Γιάννη Πουλόπουλο, και πολλά άλλα.
Το Ελληνικό πεντάγραμμο εμπλουτίστηκε με αυτά τα αθάνατα τραγούδια, τα μπουζούκια άνθιζαν και το επάγγελμα των τραγουδοποιών έγινε το πιο δημοφιλές. Οι σημερινοί τραγουδιστές χάρη σ΄ αυτά τα αθάνατα λαϊκά τραγούδια κέρδισαν το πρώτο τους μεροκάματο, και ανέβηκαν τα σκαλοπάτια της δισκογραφίας απότομα.
Από εδώ και πέρα αλλάζουν και τα μπουζούκια, τα κάναν στα δικά τους μέτρα και σταθμά. Οι μαέστροι και οι καλλιτέχνες ακούν 5-6 ραδιόφωνα που ως συνήθως παίζουν επιλεκτικά τραγούδια, με αποτέλεσμα τα ραδιόφωνα αυτά να μην διαφέρουν το ένα από το άλλο, λες και είναι δίδυμα, αφού παίζουν τα ίδια και τα ίδια τραγούδια, 2-3 φορές την ημέρα, μήπως και γίνουν σουξέ. Έτσι λοιπόν από τα ραδιόφωνα αυτά επιλέγουν και το ρεπερτόριο τους οι καλλιτέχνες στα νυχτερινά κέντρα.
Δηλαδή ο κόσμος που άκουσε χίλιες φορές τα τραγούδια αυτά από το ραδιόφωνο, τα ακούει σε επανάληψη και από τον τραγουδιστή, ή την τραγουδίστρια, σε κακιστή εκτέλεση, τι πρωτότυπο;;;
Γι΄ αυτό και δεν γίνονται αποδεκτά από τον κόσμο που θέλει στα μπουζούκια να ακούσει τραγούδια με τα οποία θα φτιαχτεί ,θα πιει, ξεχνώντας τον πόνο, την καψούρα. Με τα ανιαρά και βαρετά πια για τα αυτιά τους τραγούδια, δεν μπορεί να φτιαχτεί.
Οι δε επιχειρηματίες δεν συμμετέχουν στο κτίσιμο του προγράμματος, όπως γινόταν παλιά, με αποτέλεσμα να λιγοστεύει ο κόσμος, επιπλέον ορισμένοι τραγουδοποιοί, μεγάλα ονόματα του πενταγράμμου, με μεροκάματα από 10.000 – 25.000 χιλιάδες την βραδιά, δεν φροντίζουν τις δημόσιες σχέσεις, έτσι ώστε να φέρουν παρέες στα κέντρα όπου εμφανίζονται, με αποτέλεσμα τα μαγαζιά να κάνουν τζίρο από 4.000 έως και 7.000 Ευρώ.
Που σημαίνει, ότι η επιχείρηση μπήκε μέσα με τα ταμπούνια. Έτσι φτάνει στο σημείο ο επιχειρηματίας να πουλά την φιάλη από την αρχική τιμή των 180 Ευρώ σε 40, 80 έως και 100 Ευρώ, παρ΄ όλο που η τιμή στο μαγαζί στοιχίζει 27 Ευρώ (σπέσιαλ). Ουσιαστικά βγαίνει δεν βγαίνει το μαγαζί, τα λεφτά τα παίρνει μόνο ο καλλιτέχνης και ο επιχειρηματίας πληρώνει όλη την μπουγάδα, πολλές φορές άμα λάχει μπαίνει και στην φυλακή για χρέη.
Έτσι λοιπόν ήταν αναπόφευκτο να μειωθεί η κίνηση στα μπουζούκια με αποτέλεσμα από 7 ημέρες που λειτουργούσαν παλιά, να ανοίγουν 2 με 3 ημέρες την εβδομάδα , χάνοντας πολλά μεροκάματα όλοι οι εργαζόμενοι του κλάδου.
Και ενώ το μέλλον των μπουζουκομάγαζων είναι δυσοίωνο, με όλα τα παραπάνω, ένας νέος ο Γ.Δ με ρώτησε με παράπονο:
"κύριε Βάνη γιατί να ξαναπάω στα μπουζούκια και να ξοδευτώ, όταν ο τραγουδιστής λέει ότι νάνε , ότι του καπνίσει εκείνη την ώρα, και να μην πάω καλύτερα σε ένα club όπου θα ακούσω και γνήσια λαϊκά τραγούδια από CD και ας μην βλέπω τον καλλιτέχνη, παρά να πάω στα μπουζούκια που θα με γδάρουν και από πάνω, ή θα με πετάξουν δίπλα στις τουαλέτες, επειδή δεν έδωσα φιλοδώρημα στον μέτρ, και ας ήταν άδειο το μαγαζί, να μην μου σερβίρουν ξηρούς καρπούς μαζί με την φιάλη, ούτε αναψυκτικά, ούτε παγάκια, τα ποτήρια να μυρίζουν χλωρίνη, καθώς και ποτό πολλές φορές είναι μπόμπα.
Γιατί να πάω;;", με ρωτούσε και ξαναρωτούσε ο νεαρός που διασκέδαζε κάθε εβδομάδα με την παρέα του στα μπουζούκια.
Σαν αυτόν τον νεαρό υπάρχουν πολλοί νέοι που έχουν απογοητευθεί με τα σημερινά μπουζουκομάγαζα. Που να έβλεπε αυτός ο νεαρός και η παρέα του που δεν θέλει να πατήσει σήμερα στα κέντρα, τι χαλασμός γινόταν στα μπουζούκια την προηγούμενη δεκαετία.
Όπως δήλωσε παλαιότερα ο Γιάννης Πουλόπουλος σε ερώτηση δημοσιογράφου, γιατί δεν εμφανίζεται πλέον στις πίστες, ο καλλιτέχνης απάντησε ότι:"..και γιατί να εμφανιστώ;;;... σήμερα ακούω από πολλούς να λένε, πάω στα μπουζούκια για να δω και όχι για να ακούσω τον καλλιτέχνη ".
Θυμάμαι το νυχτερινό κέντρο "Διογένης" επί της οδού Γιαννιτσών στην Θεσσαλονίκη του επιχειρηματία Γ. Τσίτσογλου. Από το μπουζουκομάγαζο αυτό πέρασαν πολλά μεγάλα ονόματα του πενταγράμμου, μεταξύ αυτών Γ. Πάριος, Λ. Πανταζής, Δ. Γεωργόπουλος, Λ. Βελής, Α. Δημητρίου, Σ. Διονυσίου.
Την δεκαετία ΄90 στο "Διογένη" γινόταν χαλασμός με τις εμφανίσεις του αειμνήστου μουσικού και τραγουδιστή Δ. Γεωργόπουλου, οι σαμπάνιες και τα πιάτα σε στοίβες να πηγαίνουν στην πίστα από πελάτες που άφηναν κάθε βράδυ επί 7 ημέρες την εβδομάδα μεγάλη χαρτούρα.
Αργότερα ο επιχειρηματίας έφερε στο σχήμα τον Λευτέρη Πανταζή ο οποίος εκείνη την εποχή είχε απογειωθεί με το σουξέ "Παράνομος κι αν είναι ο δεσμός μας". Όσοι δε τον άκουγαν νόμιζαν ότι ακούν τον Τόλη Βοσκόπουλο.
Μεταξύ των δύο καλλιτεχνών πυροδοτήθηκε μια κόντρα ως προς το ποιος θα έχει την καλύτερη εμφάνιση. Ενώ οι πρόβες είχαν ξεκινήσει ο Λ. Πανταζής δεν εμφανίστηκε ποτέ, και τα τραγούδια του αναγκάστηκε να ερμηνεύσει ο μαέστρος.
Ο Λευτέρης στο διάστημα αυτό τριγυρνούσε στην πόλη περνώντας από διάφορα στέκια, κάνοντας έτσι γνωριμία με τον κόσμο. Πλησίαζε πελάτες που ήταν θαμώνες νυχτερινών κέντρων, κολλούσε ο ίδιος αφίσες στους δρόμους, περνούσε από τα δισκοπωλεία συζητώντας με τους εργαζομένους για την πορεία των πωλήσεων των δίσκων του, το βράδυ πήγαινε στα μπουζούκια και άφηνε μεγάλα φιλοδωρήματα στα γκαρσόνια. Με απλά λόγια έκανε σοβαρές δημόσιες σχέσεις κάτι που συνεχίζει έως και σήμερα.
Στην πρεμιέρα ο Λ. Πανταζής βγήκε στο πρώτο πρόγραμμα με ένα τραγούδι τσιφτετέλι αείμνηστου καλλιτέχνη και έγινε χαμός. Ήταν πρωτοφανές για πρώτο πρόγραμμα ο καλλιτέχνης να ερμηνεύσει τσιφτετέλι. Σημασία έχει πως πήρε όλο το μαγαζί επάνω του. Αυτή η επιτυχία επαναλαμβανόταν κάθε βράδυ, και ο καλλιτέχνης συνέχιζε τις δημόσιες σχέσεις με τον κόσμο της πόλης.
Επίσης, είχε φέρει στο μαγαζί κοριτσάρες (που τις πλήρωνε ο ίδιος) έτσι ώστε να δημιουργούν ίντριγκες με τους πελάτες του μαγαζιού, και να γίνεται λογαριασμός με πολλά μηδενικά. Το κόλπο με τις κοπελάρες έπιασε αφού το μαγαζί κάθε βράδυ έσπαζε πόρτες. Όσο για τον επιχειρηματία δεν προλάβαινε να βάζει μέσα σε μαύρες σακούλες σκουπιδιών το χρήμα που μάζευε.
Αυτό ήταν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα στο πως κέρδιζαν πελάτες οι καλλιτέχνες και οι επιχειρηματίες, που δεν έχουν καμιά σχέση με τα σημερινά παλικάρια της πίστας, με τους περισσότερους να το παίζουν φίρμες, αλλά στο μαγαζί που εμφανίζονται να μην έχουν ούτε μια δική τους παρέα, να χρεώνουν δε για τα δικά τους συμφέροντα το μαγαζί, όπως έγινε με ένα Θεσσαλονικιό καλλιτέχνη ο οποίος επειδή εξυπηρετήθηκε σε κάποια δημόσια υπηρεσία από ένα υπάλληλο στο άψε – σβήσε, τον κάλεσε στο κέντρο για να τον κεράσει μια φιάλη, την οποία εντέλει πλήρωσε το μαγαζί και όχι ο καλλιτέχνης που δεν έκανε καμία κίνηση να βάλει το χέρι στην τσέπη, απεναντίας περίμενε να πληρωθεί το βράδυ το μεροκάματο του.
Για να μην αναφερθώ και σε έναν άλλον καλλιτέχνη "Ρ" που κάποτε δούλευε σε ένα μαγαζί της Θεσσαλονίκης και ένα βράδυ πήγε στο αφεντικό του για να τον ρωτήσει: "πατέρα, τι γνώμη έχει για το "Κόρους" μαγαζί που μου ζητά να πάω για δουλειά;;"
Πριν ακόμα ολοκληρώσει την πρόταση του έφαγε τόσες σφαλιάρες που δεν πρόκειται να τις ξεχάσει ποτέ. Έλα όμως που πριν από λίγα χρόνια ξαναδούλεψε στο ίδιο μαγαζί της σφαλιάρας, όπου ο μαέστρος τον ρώτησε; "μετά από το ξύλο της αρκούδας που έφαγες πως και αποφάσισες να δουλέψεις και πάλι σ΄ αυτόν;;",
"έλα μωρέ, περασμένα ξεχασμένα", απάντησε ο εν λόγω καλλιτέχνης.
Παρά την κατακριτέα πράξη του επιχειρηματία και την ελαφρόμυαλη ερώτηση εκ μέρους του καλλιτέχνη υπήρχε σεβασμός μεταξύ εργοδότη και καλλιτέχνη, κάτι που δεν ισχύει με τους σημερινούς οι οποιοί το παίζουν φίρμες έχουν καβαλήσει το καλάμι και δεν προσγειώνονται με τίποτα, ενώ εδώ στην Ελλάδα συμβαίνουν κοσμοϊστορικά γεγονότα, που αλλάζουν άρδην τα πράγματα.
Ευτυχώς που υπάρχουν ακόμα υγιείς επιχειρήσεις με προσγειωμένους καλλιτέχνες οι οποίοι κρατούν ψηλά τα μπουζούκια, παρ΄ όλο που το κράτος, το υπουργείο πολιτισμού δεν τα λογαριάζει ως βιομηχανία της χώρας.
Εντούτοις, η εκάστοτε κυβέρνηση πριμοδοτεί θέσεις εργασίες σε άλλους κλάδους, δεν ισχύει αυτό και για τα νυχτερινά κέντρα.
Αντί λοιπόν να τα ενισχύσει η κυβέρνηση τα κυνηγάει αλύπητα.
Εν πάσει περιπτώσει το ρεζουμέ είναι πως ο κόσμος βλέπει και καταλαβαίνει όλα όσα γίνονται στα μπουζούκια, προτιμά να διασκεδάζει σε άλλα στέκια, μια και έχει πολλές επιλογές, για την τσέπη, και τα γούστα του, γεγονός που δεν έχουν συνειδητοποιήσει τόσο οι καλλιτέχνες – οι μαέστροι, όσο και οι επιχειρηματίες.
Σχετικά με την περατζάδα μου στα νυχτερινά κέντρα επί της περιοχής αεροδρομίου Μακεδονία όπου έμειναν 4 μαγαζιά από τα 17 που λειτουργούσαν, καλύτερα να μην σας περιγράψω με λεπτομέρειες, μια και όλη η πόλη έφυγε για τα ημερήσια μπάνια του λαού καθώς δεν προβλέπονται διακοπές για πάρα πολλές Ελληνικές οικογένειες.
Για φέτος ολιγοήμερες διακοπές σχεδιάζουν μόνο οι λαθρομετανάστες – που έγιναν Έλληνες οι οποίοι δεν έχουν φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις προς το κράτος, δουλεύουν δε όλα τα μέλη της οικογένειας και μια χαρά τα βγάζουν πέρα, στέλνουν και όλες τις οικονομίες στην πατρίδα τους.
Ας είναι καλά ο φιλότιμος Ελληνικός λαός ο οποίος δεν πρόκειται να ακούσει ποτέ ευχαριστώ !!!!
Ότι κάνουν και οι περισσότεροι καλλιτέχνες, ξεχνούν από πού ξεκίνησαν, ποιους συνάντησαν στην ανηφόρα και ποιοι τους ανέβασαν στην κορυφή, ό κόσμος και μόνο αυτός τους ανέδειξε.